Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfùso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfuso], [ˈfuzo] το αδράχτι, ο άτρακτος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfuso [αρσ.] orario = η ώρα μεσημβρινού Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |