Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fùsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfusto]

ο κορμός, το στέλεχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fustino futuro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fusa (θηλ. ουσ πληθ.)
fuseaux (ουσ αρσ πληθ.)
fusibile (ουσ αρσ )
fuso (ουσ αρσ )
fustino (ουσ αρσ )
fusto (ουσ αρσ )
futuro (ουσ αρσ )
futuro (επίθ.)
gabardine (ουσ αρσ και θηλ.)
gabbamondo (ουσ αρσ και θηλ.)
gabbana (θηλ.ουσ)
gabbanella (θηλ.ουσ)
gabbano (ουσ αρσ )
gabbare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gabbarsi (ρ.μ. (αντων.))
gabbatore (αρσ. επίθ και ουσ)
gabbia (θηλ.ουσ)
gabbiano (ουσ αρσ )
gabbiata (θηλ.ουσ)
gabbiere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---