Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfùrto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfurto] η κλεψιά, η κλοπή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfurto [αρσ.] con scasso = η διάρρηξη Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |