Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfùria
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈfurja] η φούρια, η ορμή, η λύσσα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαandare su tutte le furie = γίνομαι πυρ και μανία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |