Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfuòco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfwɔko] 1 η φωτιά 2 fisica, fotografia η εστίαση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcorpo [αρσ.] dei vigili del fuoco = η πυροσβεστική υπηρεσία || (πυροβολώ) fare fuoco = (sparare) πυροβολώ || fuoco [αρσ.] d'artificio = τα βεγγαλικά || scontro [αρσ.] a fuoco = η ανταλλαγή πυρών || vigile [αρσ.] del fuoco = ο πυροσβέστης Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |