Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfùngo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfungo] το μανιτάρι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfungo [αρσ.] velenoso = το δηλητηριώδες μανιτάρι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |