Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfùmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfumo] 1 ο καπνός 2 (il fumare) το κάπνισμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcortina [θηλ.] di fumo = το προπέτασμα καπνού || fumi [αρσ. πλυθ.] industriali = οι αναθυμιάσεις [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |