Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfùlmine
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfulmine] ο κεραυνός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcolpo [αρσ.] di fulmine = ο κεραυνοβόλος έρωτας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |