Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


frùtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfrutto]

το φρούτο, ο καρπός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fruttivendolo fucile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dare buon i frutti = πιάνω τόπο || dare buoni frutti = πιάνω τόπο || frutti [αρσ. πλυθ.] di bosco = τα φρούτα του δάσου || frutti [αρσ. πλυθ.] di mare = τα θαλασσινά, τα μύδια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

frullatore (ουσ αρσ )
frusta (θηλ.ουσ)
frutta (θηλ. ουσ πληθ.)
fruttiera (θηλ.ουσ)
fruttivendolo (ουσ αρσ )
frutto (ουσ αρσ )
fucile (ουσ αρσ )
fuga (θηλ.ουσ)
fuggire (ρ.αμτβ.)
fulmine (ουσ αρσ )
fumare (ρ.αμτβ.)
fumare (ρ. μτβ.)
fumatore (ουσ αρσ )
fumo (ουσ αρσ )
fune (θηλ.ουσ)
funerale (ουσ αρσ )
fungo (ουσ αρσ )
funivia (θηλ.ουσ)
funzionare (ρ.αμτβ.)
funzionario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---