Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfùga
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈfuga] 1 η φυγή 2 (di gas) η διαρροή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαtentare la fuga = προσπαθώ να διαφύγω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |