Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


embriologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [embrjoloˈʤia]

εμβρυολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  embriografia embriologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

embrice (ουσ αρσ )
embriciata (θηλ.ουσ)
embriogenesi (θηλ.ουσ)
embriogenia (θηλ.ουσ)
embriografia (θηλ.ουσ)
embriologia (θηλ.ουσ)
embriologico (επίθ.)
embriologo (ουσ αρσ )
embrionale (επίθ.)
embrione (ουσ αρσ )
embrionico (επίθ.)
embrocazione (θηλ.ουσ)
emenda (θηλ.ουσ)
emendabile (επίθ.)
emendamento (ουσ αρσ )
emendare (ρ. μτβ.)
emendarsi (ρ.μ. (αντων.))
emendativo (επίθ.)
emendatore (αρσ. επίθ και ουσ)
emendazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---