Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


embriogènesi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [embrjoˈʤɛnezi]

1 εμβρυογονία
2 εμβρυοπλαστία
3 εμβρυογένεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  embriciata embriogenia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

embolo (ουσ αρσ )
embricare (ρ. μτβ.)
embricato (επίθ.)
embrice (ουσ αρσ )
embriciata (θηλ.ουσ)
embriogenesi (θηλ.ουσ)
embriogenia (θηλ.ουσ)
embriografia (θηλ.ουσ)
embriologia (θηλ.ουσ)
embriologico (επίθ.)
embriologo (ουσ αρσ )
embrionale (επίθ.)
embrione (ουσ αρσ )
embrionico (επίθ.)
embrocazione (θηλ.ουσ)
emenda (θηλ.ουσ)
emendabile (επίθ.)
emendamento (ουσ αρσ )
emendare (ρ. μτβ.)
emendarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---