Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


èmbolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛmbolo]

έμβολο (ξένο σώμα στο αίμα που μπορεί να προκαλέσει εμβολή)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  embolismo embricare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emblema (ουσ αρσ )
emblematicamente (επίρ.)
emblematico (επίθ.)
embolia (θηλ.ουσ)
embolismo (ουσ αρσ )
embolo (ουσ αρσ )
embricare (ρ. μτβ.)
embricato (επίθ.)
embrice (ουσ αρσ )
embriciata (θηλ.ουσ)
embriogenesi (θηλ.ουσ)
embriogenia (θηλ.ουσ)
embriografia (θηλ.ουσ)
embriologia (θηλ.ουσ)
embriologico (επίθ.)
embriologo (ουσ αρσ )
embrionale (επίθ.)
embrione (ουσ αρσ )
embrionico (επίθ.)
embrocazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---