Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόembolìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [emboˈlizmo] ηλιακό έτος (αποτελούμενο από 13 σεληνιακούς μήνες) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |