Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


embolìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [emboˈlizmo]

ηλιακό έτος (αποτελούμενο από 13 σεληνιακούς μήνες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  embolia embolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

embaterio (ουσ αρσ )
emblema (ουσ αρσ )
emblematicamente (επίρ.)
emblematico (επίθ.)
embolia (θηλ.ουσ)
embolismo (ουσ αρσ )
embolo (ουσ αρσ )
embricare (ρ. μτβ.)
embricato (επίθ.)
embrice (ουσ αρσ )
embriciata (θηλ.ουσ)
embriogenesi (θηλ.ουσ)
embriogenia (θηλ.ουσ)
embriografia (θηλ.ουσ)
embriologia (θηλ.ουσ)
embriologico (επίθ.)
embriologo (ουσ αρσ )
embrionale (επίθ.)
embrione (ουσ αρσ )
embrionico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---