Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόèlfo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɛlfo] 1 αερικό 2 καλικαντζαρούδι 3 νάνος 4 καλικάντζαρος 5 καλικαντζαράκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |