Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elicicoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ɛliʧikolˈtura]

αναπαραγωγή εδώδιμων σαλιγκαριών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elice elicoidale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eliaco (επίθ.)
eliantemo (ουσ αρσ )
elianto (ουσ αρσ )
elica (θηλ.ουσ)
elice (θηλ.ουσ)
elicicoltura (θηλ.ουσ)
elicoidale (επίθ.)
elicoide (αρσ. επίθ και ουσ)
elicona (θηλ.ουσ)
eliconio (αρσ. επίθ και ουσ)
elicottero (ουσ αρσ )
elidere (ρ. μτβ.)
elidersi (ρ.μ. (αντων.))
eliminabile (επίθ.)
eliminare (ρ. μτβ.)
eliminatorio (επίθ.)
eliminazione (θηλ.ουσ)
elio (ουσ αρσ )
eliocentrico (επίθ.)
eliocentrismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---