Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elìdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈlidere]

1 αποκόπτω φωνήεν
2 ακυρώνω
3 εκθλίβω (γραμματική)

elidersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [eˈlidersi]

ακυρώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elicottero eliminabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elicoidale (επίθ.)
elicoide (αρσ. επίθ και ουσ)
elicona (θηλ.ουσ)
eliconio (αρσ. επίθ και ουσ)
elicottero (ουσ αρσ )
elidere (ρ. μτβ.)
elidersi (ρ.μ. (αντων.))
eliminabile (επίθ.)
eliminare (ρ. μτβ.)
eliminatorio (επίθ.)
eliminazione (θηλ.ουσ)
elio (ουσ αρσ )
eliocentrico (επίθ.)
eliocentrismo (ουσ αρσ )
eliocromia (θηλ.ουσ)
eliofilo (επίθ.)
eliofobia (θηλ.ουσ)
eliofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
eliografia (θηλ.ουσ)
eliografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---