Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eliòfobo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈljɔfobo]

ηλιόφοβος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eliofobia eliografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eliocentrico (επίθ.)
eliocentrismo (ουσ αρσ )
eliocromia (θηλ.ουσ)
eliofilo (επίθ.)
eliofobia (θηλ.ουσ)
eliofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
eliografia (θηλ.ουσ)
eliografico (επίθ.)
eliografo (ουσ αρσ )
eliogramma (ουσ αρσ )
eliometro (ουσ αρσ )
elioscopia (θηλ.ουσ)
elioscopio (ουσ αρσ )
eliostato (ουσ αρσ )
elioteismo (ουσ αρσ )
elioterapia (θηλ.ουσ)
elioterapico (επίθ.)
eliotipia (θηλ.ουσ)
eliotipico (επίθ.)
eliotropico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---