Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elevatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [elevaˈtore]

1 αναβατόριο
2 ανυψωτήρας
3 αναβατήρας
4 ασανσέρ

elevatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [elevaˈtore]

ανυψωτικός (μυς κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elevato elevazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elevamento (ουσ αρσ )
elevare (ρ. μτβ.)
elevarsi (ρ.μ. (αντων.))
elevatezza (θηλ.ουσ)
elevato (επίθ.)
elevatore (ουσ αρσ )
elevatore (επίθ.)
elevazione (θηλ.ουσ)
elezione (θηλ.ουσ)
elfo (ουσ αρσ )
eliaco (επίθ.)
eliantemo (ουσ αρσ )
elianto (ουσ αρσ )
elica (θηλ.ουσ)
elice (θηλ.ουσ)
elicicoltura (θηλ.ουσ)
elicoidale (επίθ.)
elicoide (αρσ. επίθ και ουσ)
elicona (θηλ.ουσ)
eliconio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---