ItalianoGreco


elevazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [elevatˈtsjone]

1 σήκωμα
2 ψήλωμα
3 ανέγερση
4 ανόρθωση
5 ύψωμα
6 έξαρση εδάφους
7 άρση
8 έπαρση
9 έξαρση
10 στήσιμο
11 υψόμετρο
12 ανάταση
13 ανύψωση
14 ύψωση
15 έγερση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---