Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elevazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [elevatˈtsjone]

1 σήκωμα
2 ψήλωμα
3 ανέγερση
4 ανόρθωση
5 ύψωμα
6 έξαρση εδάφους
7 άρση
8 έπαρση
9 έξαρση
10 στήσιμο
11 υψόμετρο
12 ανάταση
13 ανύψωση
14 ύψωση
15 έγερση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elevatore elezione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elevarsi (ρ.μ. (αντων.))
elevatezza (θηλ.ουσ)
elevato (επίθ.)
elevatore (ουσ αρσ )
elevatore (επίθ.)
elevazione (θηλ.ουσ)
elezione (θηλ.ουσ)
elfo (ουσ αρσ )
eliaco (επίθ.)
eliantemo (ουσ αρσ )
elianto (ουσ αρσ )
elica (θηλ.ουσ)
elice (θηλ.ουσ)
elicicoltura (θηλ.ουσ)
elicoidale (επίθ.)
elicoide (αρσ. επίθ και ουσ)
elicona (θηλ.ουσ)
eliconio (αρσ. επίθ και ουσ)
elicottero (ουσ αρσ )
elidere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---