Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elevàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eleˈvato]

1 ανώτερος
2 ευγενικός
3 ευγενής
4 ανυψωμένος
5 ψηλός
6 υψηλός
7 υπερυψωμένος
8 ψηλός εντυπωσιακά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elevatezza elevatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elevabile (επίθ.)
elevamento (ουσ αρσ )
elevare (ρ. μτβ.)
elevarsi (ρ.μ. (αντων.))
elevatezza (θηλ.ουσ)
elevato (επίθ.)
elevatore (ουσ αρσ )
elevatore (επίθ.)
elevazione (θηλ.ουσ)
elezione (θηλ.ουσ)
elfo (ουσ αρσ )
eliaco (επίθ.)
eliantemo (ουσ αρσ )
elianto (ουσ αρσ )
elica (θηλ.ουσ)
elice (θηλ.ουσ)
elicicoltura (θηλ.ουσ)
elicoidale (επίθ.)
elicoide (αρσ. επίθ και ουσ)
elicona (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---