Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόelevaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [elevaˈmento] 1 ανύψωση 2 όρθωση 3 σήκωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |