Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elettuàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [elettuˈarjo]

φάρμακο που γίνεται με ανάμειξη μελιού ή σιροπιού με την φαρμακευτική ουσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elettrovalenza Eleusi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elettrotipia (θηλ.ουσ)
elettrotipo (ουσ αρσ )
elettrotrazione (θηλ.ουσ)
elettrotreno (ουσ αρσ )
elettrovalenza (θηλ.ουσ)
elettuario (ουσ αρσ )
Eleusi (κύρ.όν. θηλ.)
eleusino (επίθ.)
elevabile (επίθ.)
elevamento (ουσ αρσ )
elevare (ρ. μτβ.)
elevarsi (ρ.μ. (αντων.))
elevatezza (θηλ.ουσ)
elevato (επίθ.)
elevatore (ουσ αρσ )
elevatore (επίθ.)
elevazione (θηλ.ουσ)
elezione (θηλ.ουσ)
elfo (ουσ αρσ )
eliaco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---