Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdrogàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [droˈgare] 1 καρυκεύω 2 αρωματίζω 3 δίνω ναρκωτικά 4 νοστιμεύω 5 ντοπάρω drogarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [droˈgarsi] παίρνω ναρκωτικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |