Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


drizzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dritˈtsare]

1 ισιώνω
2 σηκώνω
3 τεντώνω με προσοχή

drizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dritˈtsarsi]

1 ισιώνω
2 σηκώνω
3 σηκώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  drizza droga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dritto (ουσ αρσ )
dritto (επίθ.)
drittofilo (ουσ αρσ )
drive–in (ουσ αρσ )
drizza (θηλ.ουσ)
drizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
drizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
droga (θηλ.ουσ)
drogaggio (ουσ αρσ )
drogare (ρ. μτβ.)
drogarsi (ρ.μ. (αντων.))
drogato (ουσ αρσ )
drogato (επίθ.)
drogheria (θηλ.ουσ)
droghiere (ουσ αρσ )
dromedario (ουσ αρσ )
drosera (θηλ.ουσ)
drosofila (θηλ.ουσ)
drosometro (ουσ αρσ )
drudo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---