Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


drogàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [droˈgato]

1 μαστούρης
2 ναρκομανής
3 άτομο υπό την επήρεια ναρκωτικών

drogàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [droˈgato]

ο/η ναρκωμανής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  drogarsi drogheria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

drizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
droga (θηλ.ουσ)
drogaggio (ουσ αρσ )
drogare (ρ. μτβ.)
drogarsi (ρ.μ. (αντων.))
drogato (ουσ αρσ )
drogato (επίθ.)
drogheria (θηλ.ουσ)
droghiere (ουσ αρσ )
dromedario (ουσ αρσ )
drosera (θηλ.ουσ)
drosofila (θηλ.ουσ)
drosometro (ουσ αρσ )
drudo (αρσ. επίθ και ουσ)
druida (ουσ αρσ και θηλ.)
druidico (επίθ.)
druidismo (ουσ αρσ )
druido (ουσ αρσ )
drupa (θηλ.ουσ)
drupaceo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---