Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


druidìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [druiˈdizmo]

δρυὶδισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  druidico druido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

drosofila (θηλ.ουσ)
drosometro (ουσ αρσ )
drudo (αρσ. επίθ και ουσ)
druida (ουσ αρσ και θηλ.)
druidico (επίθ.)
druidismo (ουσ αρσ )
druido (ουσ αρσ )
drupa (θηλ.ουσ)
drupaceo (επίθ.)
drusa (θηλ.ουσ)
duale (αρσ. επίθ και ουσ)
dualismo (ουσ αρσ )
dualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dualistico (επίθ.)
dualità (θηλ.ουσ)
dubbiezza (θηλ.ουσ)
dubbio (ουσ αρσ )
dubbio (επίθ.)
dubbiosità (θηλ.ουσ)
dubbioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---