Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dualìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [duaˈlistiko]

δυὶστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dualista dualità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

drupaceo (επίθ.)
drusa (θηλ.ουσ)
duale (αρσ. επίθ και ουσ)
dualismo (ουσ αρσ )
dualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dualistico (επίθ.)
dualità (θηλ.ουσ)
dubbiezza (θηλ.ουσ)
dubbio (ουσ αρσ )
dubbio (επίθ.)
dubbiosità (θηλ.ουσ)
dubbioso (επίθ.)
dubitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dubitativo (επίθ.)
dubitoso (επίθ.)
duca (ουσ αρσ )
ducale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ducato (ουσ αρσ )
duce (ουσ αρσ )
duchessa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---