Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dubitatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dubitaˈtivo]

που προκαλεί αμφιβολίες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dubitare dubitoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dubbio (ουσ αρσ )
dubbio (επίθ.)
dubbiosità (θηλ.ουσ)
dubbioso (επίθ.)
dubitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dubitativo (επίθ.)
dubitoso (επίθ.)
duca (ουσ αρσ )
ducale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ducato (ουσ αρσ )
duce (ουσ αρσ )
duchessa (θηλ.ουσ)
duchessina (θηλ.ουσ)
duchino (ουσ αρσ )
due ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
duecentesco (επίθ.)
duecentesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
duecentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
duecento ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
duellante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---