Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dròga  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdrɔga]

το ναρκωτικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  drizzarsi drogaggio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


droghe [θηλ. πλυθ.] leggere = τα ελαφρά ναρκωτικά || droghe [θηλ. πλυθ.] pesanti = τα βαρειά ναρκωτικά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

drittofilo (ουσ αρσ )
drive–in (ουσ αρσ )
drizza (θηλ.ουσ)
drizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
drizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
droga (θηλ.ουσ)
drogaggio (ουσ αρσ )
drogare (ρ. μτβ.)
drogarsi (ρ.μ. (αντων.))
drogato (ουσ αρσ )
drogato (επίθ.)
drogheria (θηλ.ουσ)
droghiere (ουσ αρσ )
dromedario (ουσ αρσ )
drosera (θηλ.ουσ)
drosofila (θηλ.ουσ)
drosometro (ουσ αρσ )
drudo (αρσ. επίθ και ουσ)
druida (ουσ αρσ και θηλ.)
druidico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---