Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


demoralizzàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [demoralidˈdzato]

1 απελπισμένος
2 αποκαρδιωμένος
3 αποθαρρυμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  demoralizzarsi demoralizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

demonologia (θηλ.ουσ)
demonomania (θηλ.ουσ)
demopsicologia (θηλ.ουσ)
demoralizzare (ρ. μτβ.)
demoralizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
demoralizzato (αρσ. επίθ και ουσ)
demoralizzazione (θηλ.ουσ)
demos (ουσ αρσ )
demoscopia (θηλ.ουσ)
demoscopico (επίθ.)
demostene (ουσ αρσ )
demotico (αρσ. επίθ και ουσ)
demotismo (ουσ αρσ )
demulcente (αρσ. επίθ και ουσ)
denaro (ουσ αρσ )
denaroso (αρσ. επίθ και ουσ)
denatalità (θηλ.ουσ)
denaturante (ουσ αρσ )
denaturante (επίθ.)
denaturare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---