Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdemoralizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [demoralidˈdzare] αποθαρρύνω demoralizzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [demoralidˈdzarsi] αποθαρρύνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |