Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdemònico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [deˈmɔniko] 1 δαιμονικός 2 δαιμονιακός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |