Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


demònico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈmɔniko]

1 δαιμονικός
2 δαιμονιακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  demoniaco demonio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

demoltiplicazione (θηλ.ουσ)
demone (ουσ αρσ )
demonetizzare (ρ. μτβ.)
demonetizzazione (θηλ.ουσ)
demoniaco (αρσ. επίθ και ουσ)
demonico (αρσ. επίθ και ουσ)
demonio (ουσ αρσ )
demonismo (ουσ αρσ )
demonologia (θηλ.ουσ)
demonomania (θηλ.ουσ)
demopsicologia (θηλ.ουσ)
demoralizzare (ρ. μτβ.)
demoralizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
demoralizzato (αρσ. επίθ και ουσ)
demoralizzazione (θηλ.ουσ)
demos (ουσ αρσ )
demoscopia (θηλ.ουσ)
demoscopico (επίθ.)
demostene (ουσ αρσ )
demotico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---