Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dèmone  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛmone]

1 δαιμόνιο
2 διάβολος
3 δαίμων
4 δαίμονας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  demoltiplicazione demonetizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

demologia (θηλ.ουσ)
demoltiplica (θηλ.ουσ)
demoltiplicare (ρ. μτβ.)
demoltiplicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
demoltiplicazione (θηλ.ουσ)
demone (ουσ αρσ )
demonetizzare (ρ. μτβ.)
demonetizzazione (θηλ.ουσ)
demoniaco (αρσ. επίθ και ουσ)
demonico (αρσ. επίθ και ουσ)
demonio (ουσ αρσ )
demonismo (ουσ αρσ )
demonologia (θηλ.ουσ)
demonomania (θηλ.ουσ)
demopsicologia (θηλ.ουσ)
demoralizzare (ρ. μτβ.)
demoralizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
demoralizzato (αρσ. επίθ και ουσ)
demoralizzazione (θηλ.ουσ)
demos (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---