Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdèmone
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛmone] 1 δαιμόνιο 2 διάβολος 3 δαίμων 4 δαίμονας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |