Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdemonìaco
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [demoˈniako] 1 δαιμονιώδης 2 σατανικός 3 διαβολικός 4 δαιμονιακός 5 δαιμονικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |