Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecomposizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dekompozitˈtsjone] 1 σήψη 2 ξεχαρβάλωμα 3 παραγοντοποίηση (μαθηματικά) 4 σάπισμα 5 αποδιοργάνωση 6 διάσπαση 7 αποσύνθεση 8 ανάλυση (στα συνθετικά του μέρη) 9 διάλυση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |