Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decomponibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dekomponibiliˈta]

ιδιότητα του αποσυνθέσιμου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decomponibile decomporre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decolorare (ρ. μτβ.)
decolorato (επίθ.)
decolorazione (θηλ.ουσ)
decombente (επίθ.)
decomponibile (επίθ.)
decomponibilità (θηλ.ουσ)
decomporre (ρ. μτβ.)
decomporsi (ρ.μ. (αντων.))
decomposizione (θηλ.ουσ)
decomposto (επίθ.)
decompressione (θηλ.ουσ)
decomprimere (ρ. μτβ.)
decondizionamento (ουσ αρσ )
decondizionare (ρ. μτβ.)
decongelamento (ουσ αρσ )
decongelare (ρ. μτβ.)
decongelatore (ουσ αρσ )
decongelazione (θηλ.ουσ)
decongestionamento (ουσ αρσ )
decongestionante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---