Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decompórre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dekomˈporre]

1 αποχωρίζω
2 διαλύω
3 παραγοντοποιώ (μαθηματικά)
4 διασπώ
5 διαχωρίζω
6 διαλύω σε συνθετικά μέρη
7 αποσυνθέτω
8 αποσυνδέω
9 αναλύω σε συνθετικά μέρη

decomporsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dekomˈporsi]

1 σέπομαι
2 σήπομαι
3 αποσαθρώνομαι
4 αποσυντίθεμαι
5 διαχωρίζομαι
6 αποδιοργανώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decomponibilità decomposizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decolorato (επίθ.)
decolorazione (θηλ.ουσ)
decombente (επίθ.)
decomponibile (επίθ.)
decomponibilità (θηλ.ουσ)
decomporre (ρ. μτβ.)
decomporsi (ρ.μ. (αντων.))
decomposizione (θηλ.ουσ)
decomposto (επίθ.)
decompressione (θηλ.ουσ)
decomprimere (ρ. μτβ.)
decondizionamento (ουσ αρσ )
decondizionare (ρ. μτβ.)
decongelamento (ουσ αρσ )
decongelare (ρ. μτβ.)
decongelatore (ουσ αρσ )
decongelazione (θηλ.ουσ)
decongestionamento (ουσ αρσ )
decongestionante (επίθ.)
decongestionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---