Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdecolorànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dekoloˈrante] 1 αποχρωστική ουσία 2 λευκαντικό decolorànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dekoloˈrante] αυτός ή αυτό που αποχρωματίζει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |