Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decolorànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dekoloˈrante]

1 αποχρωστική ουσία
2 λευκαντικό

decolorànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dekoloˈrante]

αυτός ή αυτό που αποχρωματίζει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decolonizzazione decolorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decolleté (ουσ αρσ )
decolleté (επίθ.)
decollo (ουσ αρσ )
decolonizzare (ρ. μτβ.)
decolonizzazione (θηλ.ουσ)
decolorante (ουσ αρσ )
decolorante (επίθ.)
decolorare (ρ. μτβ.)
decolorato (επίθ.)
decolorazione (θηλ.ουσ)
decombente (επίθ.)
decomponibile (επίθ.)
decomponibilità (θηλ.ουσ)
decomporre (ρ. μτβ.)
decomporsi (ρ.μ. (αντων.))
decomposizione (θηλ.ουσ)
decomposto (επίθ.)
decompressione (θηλ.ουσ)
decomprimere (ρ. μτβ.)
decondizionamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---