Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decolonizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dekoloniddzatˈtsjone]

1 αυτονόμηση αποικίας
2 απόκτηση της ανεξαρτησίας (αποικίας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decolonizzare decolorante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decollazione (θηλ.ουσ)
decolleté (ουσ αρσ )
decolleté (επίθ.)
decollo (ουσ αρσ )
decolonizzare (ρ. μτβ.)
decolonizzazione (θηλ.ουσ)
decolorante (ουσ αρσ )
decolorante (επίθ.)
decolorare (ρ. μτβ.)
decolorato (επίθ.)
decolorazione (θηλ.ουσ)
decombente (επίθ.)
decomponibile (επίθ.)
decomponibilità (θηλ.ουσ)
decomporre (ρ. μτβ.)
decomporsi (ρ.μ. (αντων.))
decomposizione (θηλ.ουσ)
decomposto (επίθ.)
decompressione (θηλ.ουσ)
decomprimere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---