Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


decòllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈkɔllo]

η απογείωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  decolleté decolonizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

decollare (ρ.αμτβ.)
decollare (ρ. μτβ.)
decollazione (θηλ.ουσ)
decolleté (ουσ αρσ )
decolleté (επίθ.)
decollo (ουσ αρσ )
decolonizzare (ρ. μτβ.)
decolonizzazione (θηλ.ουσ)
decolorante (ουσ αρσ )
decolorante (επίθ.)
decolorare (ρ. μτβ.)
decolorato (επίθ.)
decolorazione (θηλ.ουσ)
decombente (επίθ.)
decomponibile (επίθ.)
decomponibilità (θηλ.ουσ)
decomporre (ρ. μτβ.)
decomporsi (ρ.μ. (αντων.))
decomposizione (θηλ.ουσ)
decomposto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---