Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


criticóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kritiˈkone]

1 ιδιότροπος
2 φιλόψογος
3 μεμψίμοιρος
4 στριμμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  critico crittogama  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

criticare (ρ. μτβ.)
criticismo (ουσ αρσ )
criticità (θηλ.ουσ)
critico (ουσ αρσ )
critico (επίθ.)
criticone (ουσ αρσ )
crittogama (θηλ.ουσ)
crittogamia (θηλ.ουσ)
crittogamico (επίθ.)
crittografia (θηλ.ουσ)
crittografico (επίθ.)
crittografo (ουσ αρσ )
crittogramma (ουσ αρσ )
crivellare (ρ. μτβ.)
crivellatura (θηλ.ουσ)
crivello (ουσ αρσ )
croato (ουσ αρσ )
croato (επίθ.)
Croazia (κύρ.όν. θηλ.)
croccante (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---