Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


crìtico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkritiko]

ο κριτικός

crìtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkritiko]

κριτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  criticità criticone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

critica (θηλ.ουσ)
criticabile (επίθ.)
criticare (ρ. μτβ.)
criticismo (ουσ αρσ )
criticità (θηλ.ουσ)
critico (ουσ αρσ )
critico (επίθ.)
criticone (ουσ αρσ )
crittogama (θηλ.ουσ)
crittogamia (θηλ.ουσ)
crittogamico (επίθ.)
crittografia (θηλ.ουσ)
crittografico (επίθ.)
crittografo (ουσ αρσ )
crittogramma (ουσ αρσ )
crivellare (ρ. μτβ.)
crivellatura (θηλ.ουσ)
crivello (ουσ αρσ )
croato (ουσ αρσ )
croato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---