Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corindóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korinˈdone]

κορούνδιο (σκληρό ορυκτό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corimbo Corinto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coricarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corifa (θηλ.ουσ)
corifena (θηλ.ουσ)
corifeo (ουσ αρσ )
corimbo (ουσ αρσ )
corindone (ουσ αρσ )
Corinto (θηλ.ουσ)
corinzio (ουσ αρσ )
corinzio (επίθ.)
corio (ουσ αρσ )
corion (ουσ αρσ )
corista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
coriza (θηλ.ουσ)
corizza (θηλ.ουσ)
cormofita (θηλ.ουσ)
cormorano (ουσ αρσ )
cornacchia (θηλ.ουσ)
cornamusa (θηλ.ουσ)
cornata (θηλ.ουσ)
cornea (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---