Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈrista]

1 μέλος χορωδίας
2 κορίστας
3 χορωδός
4 τραγουδιστής χορωδίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corion coriza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Corinto (θηλ.ουσ)
corinzio (ουσ αρσ )
corinzio (επίθ.)
corio (ουσ αρσ )
corion (ουσ αρσ )
corista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
coriza (θηλ.ουσ)
corizza (θηλ.ουσ)
cormofita (θηλ.ουσ)
cormorano (ουσ αρσ )
cornacchia (θηλ.ουσ)
cornamusa (θηλ.ουσ)
cornata (θηλ.ουσ)
cornea (θηλ.ουσ)
corneale (επίθ.)
corneo (επίθ.)
corner (ουσ αρσ )
cornetta (θηλ.ουσ)
cornettista (ουσ αρσ και θηλ.)
cornetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---