Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorìsta
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [koˈrista] 1 μέλος χορωδίας 2 κορίστας 3 χορωδός 4 τραγουδιστής χορωδίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |