Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcormoràno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kormoˈrano] 1 κορμοράνος 2 φαλακροκόρακας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |