Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cornàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korˈnata]

1 χτύπημα με κεφάλι ή κέρατα
2 κεφαλιά
3 κουτουλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cornamusa cornea  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corizza (θηλ.ουσ)
cormofita (θηλ.ουσ)
cormorano (ουσ αρσ )
cornacchia (θηλ.ουσ)
cornamusa (θηλ.ουσ)
cornata (θηλ.ουσ)
cornea (θηλ.ουσ)
corneale (επίθ.)
corneo (επίθ.)
corner (ουσ αρσ )
cornetta (θηλ.ουσ)
cornettista (ουσ αρσ και θηλ.)
cornetto (ουσ αρσ )
cornice (θηλ.ουσ)
corniciaio (ουσ αρσ )
corniciatura (θηλ.ουσ)
cornicione (ουσ αρσ )
corniola (θηλ.ουσ)
corniolo (ουσ αρσ )
cornista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---