Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorìmbo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [koˈrimbo] 1 κόρυμβος (ταξιανθία) 2 κόρυμβος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |