Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorifèo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [koriˈfɛo] 1 κορυφαίος χορού 2 ηγέτης φιλοσοφικής σχολής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |