Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coribàntico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koriˈbantiko]

1 φρενιτιώδης
2 ξέφρενος
3 κορυβαντικός
4 ενθουσιώδης
5 έξαλλος
6 έκφρων
7 τρελός
8 λυσσασμένος
9 φρενήρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coribante coricare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coriale (επίθ.)
coriambico (επίθ.)
coriambo (ουσ αρσ )
coriandolo (ουσ αρσ )
coribante (ουσ αρσ )
coribantico (επίθ.)
coricare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
coricarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corifa (θηλ.ουσ)
corifena (θηλ.ουσ)
corifeo (ουσ αρσ )
corimbo (ουσ αρσ )
corindone (ουσ αρσ )
Corinto (θηλ.ουσ)
corinzio (ουσ αρσ )
corinzio (επίθ.)
corio (ουσ αρσ )
corion (ουσ αρσ )
corista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
coriza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---